Μάλκολμ

Μάλκολμ
(Malcolm). Όνομα βασιλιάδων της Σκοτίας. 1. Μ. A’ (10ος αι.). Βασιλιάς της Άλμπα (943-954). Ο βασιλιάς των Αγγλοσαξόνων Εδμόνδος τού παραχώρησε την Κουμβρία το 946. Ο Μ. σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των κατοίκων των Υψιπέδων (Highlands)) του Βορρά, οι οποίοι είχαν εξεγερθεί. 2. Μ. B’ (10ος-11ος αι.). Βασιλιάς της Σκοτίας (1005-1034). Ήταν δευτερότοκος γιος του Κένεθ B’. Ύστερα από επιτυχείς πολέμους, ο Μ. κατόρθωσε να ενώσει τη Σκοτία υπό την ηγεμονία του, εκτός από τις φυλές του Βορρά, οι αρχηγοί των οποίων διατήρησαν την ανεξαρτησία τους. 3. Μ. Γ’ (1031; –1093). Βασιλιάς της Σκοτίας (1057-1093). Επονομαζόταν και Μεγάλη Κεφαλή (Canmore). Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ντάνκαν A’. Το 1054 απέσπασε από τον Μάκβεθ, τον δολοφόνο του πατέρα του, μέρος του βασιλείου του και το 1057 ολόκληρη τη Σκοτία. Ο Μ. παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα, εγγονή του Αγγλοσάξονα βασιλιά Εδμόνδου του Σιδηρόπλευρου, και αναμείχθηκε σε ατυχείς πολέμους με την Αγγλία. Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του Γουλιέλμου B’ του Πυρρότριχου, σε μάχη κοντά στην πόλη Άλγουικ. Τέσσερις από τους γιους του Μ. έγιναν βασιλείς της Σκοτίας και η θυγατέρα του Ματθίλδη παντρεύτηκε τον Ερρίκο A’, βασιλιά της Αγγλίας. 4. Μ. Δ’ (1141 – 1165). Βασιλιάς της Σκοτίας (1141-1165). Επονομαζόταν και Κοπελίτσα (Maiden). Ήταν εγγονός και διάδοχος του Δαβίδ A’. Το 1157, με το σύμφωνο του Τσέστερ, δήλωσε υποταγή στον Ερρίκο B’ και του έδωσε πίσω τις αγγλικές κομητείες του Βορρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μάλκολμ X — (Malcolm Little “X”, Ομάχα, Νεμπράσκα 1925 – Νέα Υόρκη 1965). Αφροαμερικανός πολιτικός. Ήταν γιος του Ερλ Λιτλ, βαπτιστή ιεροκήρυκα και υποστηρικτή του απελευθερωτικού κινήματος των Αφροαμερικανών. Το 1926, ύστερα από απειλες της Κου Κλουξ Κλαν,… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ντάουελ, Μάλκολμ — (Malcolm McDowell, Λιντς 1943 –). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Με γαλάζια μάτια και σχεδόν παιδικά χαρακτηριστικά προσώπου ξεκίνησε από το θέατρο με μικρούς ρόλους, πριν πρωταγωνιστήσει στον ρόλο του επαναστατημένου νεαρού… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γουάσινγκτον, Ντένζελ — (Denzel Washington,Νέα Υόρκη 1954 –). Αφροαμερικανός ηθοποιός. Ο Γ., που εξελίχθηκε σε έναν από τους δημοφιλέστερους πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ, ξεκίνησε με σπουδές δημοσιογραφίας στη Νέα Υόρκη και συνέχισε με υποκριτική στο Σαν Φρανσίσκο.… …   Dictionary of Greek

  • Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Σπάικ — (Spike Lee, Ατλάντα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αφροαμερικανού σκηνοθέτη, σεναριογράφου, παραγωγού και ηθοποιού του κινηματογράφου Σέλτον Τζάκσον Λι (Shelton Jackson Lee). Έκανε σπουδές Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας στο κολέγιο Μόρχαους… …   Dictionary of Greek

  • Μάκβεθ — (Macbeth, ; – 1057). Σκοτσέζος ηγεμόνας (1040 54), ήρωας της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ. Ήταν κόμης του Μάρι και αρχηγός του κελτικού κόμματος της Σκοτίας. Το 1040 σκότωσε τον βασιλιά Ντάνκαν και σφετερίστηκε τον θρόνο του. Βασίλεψε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”